πελεκούδα

πελεκούδα
η
το πελεκούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *πελεκ-ίδα < πελεκώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πελεκούδι — το 1. τεμάχιο κομμένου ξύλου, σχίζα 2. φρ. «θα καεί το πελεκούδι» θα επακολουθήσει μεγάλη διασκέδαση και ευωχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποκορ. τού πελεκούδα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”